- ὑπεκέχυτο
- ὑποχέωpourplup ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποχέω — Α [χέω] 1. χύνω μέσα σε δοχείο που είναι τοποθετημένο από κάτω 2. (για ξηρό πράγμα) στρώνω ή απλώνω αποκάτω («φύλλα ὑποκεχυμένα ὑπὸ τοῑς ποσί», Ηρόδ.) 3. μτφ. εμβάλλω κρυφά στην ψυχή κάποιου («ἀπιστίη ὑπεκέχυτο αὐτῷ», Ηρόδ.) 4. παθ. ὑποχέομαι α)… … Dictionary of Greek